Η φυγή
«Μη φεύγετε!»
Σας φώναζα την ώρα
που στο δίχτυ του ωκεανού πιασμένος
τρέμει υγρός ο αλιαετός του Σείριου.
Στάζουν οι Υάδες μελάνι βροχής
στον αρχέγονο κώδικα της νύχτας.
Μη φεύγετε!
Η ψυχή μου ακόμη δεν άναψε την ηχώ της
στις πρωινές φρυκτωρίες των βουνών
και το πνεύμα μου
δεν έδεσε το τέρας της μνήμης
στο κατάρτι του λυκαυγούς.
Μα εσείς φεύγατε.
Στα έγκατα του κέδρου πίσω απ’ αρώματα κρυμμένες,
θυμίαμα στο άγιο της ελάτου κοντάκιο,
στην παλάμη του Θεού κλωστή
που την παίρνει η αγέλη των άστρων
και κεντά
ακτινοβόλα την έλικα του γαλαξία.
Πρώτες ελπίδες, οράσεις αστραπής,
μ’ εγκαταλείψατε·
τώρα που ωρίμασα
κι η καρδιά μου δεν αντέχει
το διάφανο βάρος του κεραυνού
στο παλάτι της. La huida
«¡No huyáis!»
os grité en el instante
en que atrapado en la red del océano
tiembla húmeda el águila marina de Sirio.
Gotean las Hiades tinta de lluvia
en el códice primitivo de la noche.
«¡No huyáis!»
Mi alma no encendió aún su estruendo
en las mañaneras señales luminosas de las montañas
y mi espíritu
no ató al monstruo del recuerdo
en el mástil de la alborada.
Pero vosotros os fuisteis.
Escondidas en las profundidades del cedro tras los aromas,
Incienso en el santo kontakio del abeto,
hilo en la palma de la mano de Dios
que toma el rebaño de las estrellas
y borda
radiantemente la hélice de la Vía Láctea.
Primeras esperanzas, visiones del relámpago,
me habéis abandonado;
ahora, cuando he madurado,
y mi corazón no resiste
el peso diáfano del rayo
en su palacio.
Κάθε φθινόπωρο
Σε καινούριο κύκλο θα κλείσω πάλι τη ζωή μου.
Μαγεμένος στην κίτρινη επωδή
που ψάλλουνε τα φυλλοβόλα κάθε φθινόπωρο.
Κάθε φθινόπωρο και σ’ άλλο τόπο.
Παίρνω την άκατο.
Τη ρίχνω στη ράχη του ποταμού και πορεύομαι.
Κάθε φθινόπωρο και πιο μακριά.
Κάθε φθινόπωρο και πιο κοντά στο ηλιοβασίλεμα.
Αβέβαιο σαν την αγάπη ρεύμα της θύμησης.
Με σπρώχνει σ’ εκβολές, σ’ ακρογιαλιές
που δεν έχουν δει ποτέ οι Νηρηίδες.
Του Οδυσσέα το δόρυ εδώ
ξεχασμένο πάνω σε χαλίκια
και σωρευμένες σαν την άμμο
μέρες της περιπλάνησης.
Ακούω φωνές να διαπλέουν
της Μεσογείου το αλμυρό τραγούδισμα.
Δεν είμαι μόνος.
Πρόγονοι φτάνουν εδώ παλαιοί
σαν την πρώτη βροχή
που γέμισε τη στέρνα του χρόνου στιγμές,
σαν την πρώτη νότα που μελώδησαν τ’ άστρα.
Τα πλοία ήδη
έχουν σύρει στην ακτή
και γεωμετρούν την Ιωνία τους,
φιλοσοφία και μουσική στο αέτωμα του Λόγου τους.
Με καλούν να προσέλθω.
Ένα τέμενος γης έχουν ετοιμάσει για μένα.
Έναν ναό να λατρεύω την Περιπλάνηση.
Το άγαλμά της να μεγαλύνω
κάθε φθινόπωρο.
Κάθε φθινόπωρο και σ’ άλλο τόπο.
Κάθε φθινόπωρο και πιο κοντά στο ηλιοβασίλεμα.
Cada otoño
En un nuevo ciclo encerraré otra vez mi vida.
Hechizado en el ensalmo amarillo
que cantan las hojas caídas cada otoño.
Cada otoño también en otro lugar.
Cojo la barca.
La arrojo al lomo del río y me voy.
Cada otoño incluso más lejos.
Cada otoño incluso más cerca del atardecer.
La corriente del recuerdo es insegura como el amor.
Me empuja a desembocaduras, a playas
que jamás han visto las Nereidas.
Aquí, la lanza de Ulises
olvidada sobre los guijarros
y días de vagabundear
amontonados como la arena.
Escucho voces que navegan
por el canto salado del Mediterráneo.
No estoy solo.
Llegan hasta aquí viejos antepasados
como la primera lluvia
que llenó la cisterna de momentos de tiempo,
como la nota primera que entonaron las estrellas.
Los barcos ya
Han puesto rumbo a la costa
y miden su Jonia,
filosofía y música en el frontón de su Logos.
Me piden que me acerque.
Me han preparado un santuario de tierra.
Un templo para adorar al Vagabundeo.
Para engrandecer su estatua
cada otoño.
Cada otoño incluso en otro lugar.
Cada otoño incluso más cerca del atardecer.
Η κληρονομιά
Λησμονημένοι άνεμοι σε διατρέχουν
κι ό,τι ακόμη απομένει ήρεμο απ’ τις παλιές εποχές,
ένας κατοπτρισμός αρχέγονης αγάπης στο κύμα,
ένα δέντρο πιο αρχαίο κι απ’ την ίδια τη λήθη,
το ταράζουν, ψυχή μου.
Σε θυμάμαι να ιχνηλατείς το μυστήριο
ως το υπέρυθρο φως του αινίγματος,
να θέλεις να δώσεις υφή σε λόγια
που δεν επιθυμούν να σαρκωθούν σε φωνήεντα και σύμφωνα
και να παραδοθούν στο άγγιγμα της ανθρώπινης φωνής.
Σε θυμάμαι να προσπαθείς ματαίως να εντοπίσεις σοφία
στο σκοτεινό διάκενο ανάμεσα στ’ άστρα
ή στην απόσταση που χωρίζει μνήμη από μνήμη,
στον μυστικό ομφάλιο λώρο που ενώνει αγάπη και μίσος
από τότε που πρωτογέννητο επωάστηκε μέσα σου το θηρίο των αισθημάτων.
Σε θυμάμαι να θέλεις ν’ αφήσεις πίσω σου χαράγματα πάνω στα δέντρα,
γραφές ανεξίτηλες στον πόνο ή τη χαρά,
γλυπτά μνημειώδη στις κορυφές βουνών
που να δοξάζουν ό,τι ένιωσες και σκέφτηκες,
καθώς σε καθοδηγούσε τυφλός σαν γέρος ποιητής ο χρόνος.
Και στο τέλος να αντιλαμβάνεσαι πικρά το αυτονόητο,
πως η φωτιά είναι για να τη σβήνει η απρόσμενη βροχή,
ο ήλιος για να χορταίνει την πείνα της η ύαινα της νύχτας
και πως οι θησαυροί υπάρχουν για να καταχωνιάζονται βαθιά στη γη
και όχι για να επιδεικνύονται σαν εύρημα στο φως της μέρας.
Ό,τι τελικά απομένεις
είναι ό,τι άφησες κληρονομιά, ψυχή μου, στον άνεμο.
La herencia
Vientos olvidados te recorren
y lo que queda aún sosegado de épocas antiguas
una reverberación de amor primitivo en la ola
y un árbol más antiguo que el propio olvido
lo turban, alma mía.
Te recuerdo siguiendo el rastro del misterio
hasta la luz rojiza del enigma
queriendo dar textura a palabras
que no desean encarnarse en vocales y consonantes
y entregarse al roce de la voz humana.
Te recuerdo intentando en vano poner sabiduría
en el oscuro vacío entre las estrellas
o en la distancia que separa memoria de memoria,
en el secreto cordón umbilical que une amor y odio
desde cuando se incubó en ti la fiera recién nacida de los sentidos.
Te recuerdo queriendo dejar tras ti incisiones en los árboles,
escrituras imborrables en el dolor o en la alegría,
obras monumentales esculpidas en las cimas de las montañas
que glorifican lo que sentiste y pensaste,
cuando el tiempo ciego como un poeta viejo te condujo.
Y, al final, entendiendo amargamente lo comprensible,
que la llama existe para que la apague la lluvia inesperada,
el solo para que la hiena de la noche sacie su hambre
y que los tesoros existen para ser enterrados en lo profundo de la tierra
y no para ser mostrados como hallazgo a la luz del día.
Lo que finalmente esperas
es lo que dejaste por herencia, alma mía, en el viento.
Cabecera
Índice